- ακατασκεύαστος
- -η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) [κατασκευάζω]αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτοςαρχ.1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, τού οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).
Dictionary of Greek. 2013.